Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ακουμπάω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ακουμπάω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ακουμπάω in singular and plural. Everything you need to know about the word
ακουμπάω you have here. The definition of the word
ακουμπάω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ακουμπάω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Inherited from Byzantine Greek ἀκ(κ)ουμπῶ < ἀκουμπίζω from ἀκκουμβίζω, from Latin accumbō.[1][2][3]
Pronunciation
- IPA(key): /a.kumˈba.o/
- Hyphenation: α‧κου‧μπά‧ω
Verb
ακουμπάω • (akoumpáo) / ακουμπώ (past ακούμπησα, passive ακουμπιέμαι, p‑past ακουμπήθηκα, ppp ακουμπισμένος) and rare ακουμπημένος (akoumpiménos)
- touch
- put down, rest, lay (put something on a surface)
Conjugation
ακουμπάω / ακουμπώ, ακουμπιέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ακουμπάω, ακουμπώ
|
ακουμπήσω
|
ακουμπιέμαι
|
ακουμπηθώ
|
2 sg
|
ακουμπάς
|
ακουμπήσεις
|
ακουμπιέσαι
|
ακουμπηθείς
|
3 sg
|
ακουμπάει, ακουμπά
|
ακουμπήσει
|
ακουμπιέται
|
ακουμπηθεί
|
|
1 pl
|
ακουμπάμε, ακουμπούμε
|
ακουμπήσουμε, [‑ομε]
|
ακουμπιόμαστε
|
ακουμπηθούμε
|
2 pl
|
ακουμπάτε
|
ακουμπήσετε
|
ακουμπιέστε, (‑ιόσαστε)
|
ακουμπηθείτε
|
3 pl
|
ακουμπάνε, ακουμπάν, ακουμπούν(ε)
|
ακουμπήσουν(ε)
|
ακουμπιούνται, (‑ιόνται)
|
ακουμπηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ακουμπούσα, ακούμπαγα
|
ακούμπησα
|
ακουμπιόμουν(α)
|
ακουμπήθηκα
|
2 sg
|
ακουμπούσες, ακούμπαγες
|
ακούμπησες
|
ακουμπιόσουν(α)
|
ακουμπήθηκες
|
3 sg
|
ακουμπούσε, ακούμπαγε
|
ακούμπησε
|
ακουμπιόταν(ε)
|
ακουμπήθηκε
|
|
1 pl
|
ακουμπούσαμε, ακουμπάγαμε
|
ακουμπήσαμε
|
ακουμπιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
ακουμπηθήκαμε
|
2 pl
|
ακουμπούσατε, ακουμπάγατε
|
ακουμπήσατε
|
ακουμπιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
ακουμπηθήκατε
|
3 pl
|
ακουμπούσαν(ε), ακούμπαγαν, (ακουμπάγανε)
|
ακούμπησαν, ακουμπήσαν(ε)
|
ακουμπιόνταν(ε), ακουμπιόντουσαν, ακουμπιούνταν
|
ακουμπήθηκαν, ακουμπηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ακουμπάω, θα ακουμπώ ➤
|
θα ακουμπήσω ➤
|
θα ακουμπιέμαι ➤
|
θα ακουμπηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ακουμπάς, …
|
θα ακουμπήσεις, …
|
θα ακουμπιέσαι, …
|
θα ακουμπηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ακουμπήσει έχω, έχεις, ... ακουμπισμένο1 / ακουμπημένο ➤
|
έχω, έχεις, … ακουμπηθεί είμαι, είσαι, ... ακουμπισμένος2 / ακουμπημένος ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ακουμπήσει είχα, είχες, ... ακουμπισμένο / ακουμπημένο
|
είχα, είχες, … ακουμπηθεί ήμουν, ήσουν, ... ακουμπισμένος / ακουμπημένος
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ακουμπήσει θα έχω, θα έχεις, ... ακουμπισμένο / ακουμπημένο
|
θα έχω, θα έχεις, … ακουμπηθεί θα είμαι, θα είσαι, ... ακουμπισμένος / ακουμπημένος
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ακούμπα, ακούμπαγε
|
ακούμπησε, ακούμπα
|
—
|
ακουμπήσου
|
2 pl
|
ακουμπάτε
|
ακουμπήστε
|
ακουμπιέστε
|
ακουμπηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ακουμπώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ακουμπήσει ➤
|
ακουμπισμένος, -η, -ο ακουμπημένος, -η, -ο1 ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ακουμπήσει
|
ακουμπηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The expected participle of this verb -ημένος (ακουμπημένος) is rare. The form -ισμένος (ακουμπισμένος, from the rare verb ακουμπίζω (akoumpízo) is much more common. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References
- ^ ακουμπώ (-άω, ώ) - ακουμπάω - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
- ^ ακουμπώ (-άω, ώ) - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ^ ακουμπώ (-άω, ώ), in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language