From Ancient Greek ἀλγεινός (algeinós).
αλγεινός • (algeinós) m (feminine αλγεινή, neuter αλγεινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλγεινός (algeinós) | αλγεινή (algeiní) | αλγεινό (algeinó) | αλγεινοί (algeinoí) | αλγεινές (algeinés) | αλγεινά (algeiná) | |
genitive | αλγεινού (algeinoú) | αλγεινής (algeinís) | αλγεινού (algeinoú) | αλγεινών (algeinón) | αλγεινών (algeinón) | αλγεινών (algeinón) | |
accusative | αλγεινό (algeinó) | αλγεινή (algeiní) | αλγεινό (algeinó) | αλγεινούς (algeinoús) | αλγεινές (algeinés) | αλγεινά (algeiná) | |
vocative | αλγεινέ (algeiné) | αλγεινή (algeiní) | αλγεινό (algeinó) | αλγεινοί (algeinoí) | αλγεινές (algeinés) | αλγεινά (algeiná) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλγεινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλγεινός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αλγεινότερος", etc)
|