αλγεινός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αλγεινός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αλγεινός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αλγεινός in singular and plural. Everything you need to know about the word αλγεινός you have here. The definition of the word αλγεινός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαλγεινός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἀλγεινός (algeinós).

Pronunciation

Adjective

αλγεινός (algeinósm (feminine αλγεινή, neuter αλγεινό)

  1. painful, sore
  2. sad, distressing

Declension

Declension of αλγεινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλγεινός (algeinós) αλγεινή (algeiní) αλγεινό (algeinó) αλγεινοί (algeinoí) αλγεινές (algeinés) αλγεινά (algeiná)
genitive αλγεινού (algeinoú) αλγεινής (algeinís) αλγεινού (algeinoú) αλγεινών (algeinón) αλγεινών (algeinón) αλγεινών (algeinón)
accusative αλγεινό (algeinó) αλγεινή (algeiní) αλγεινό (algeinó) αλγεινούς (algeinoús) αλγεινές (algeinés) αλγεινά (algeiná)
vocative αλγεινέ (algeiné) αλγεινή (algeiní) αλγεινό (algeinó) αλγεινοί (algeinoí) αλγεινές (algeinés) αλγεινά (algeiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλγεινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλγεινός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλγεινότερος (algeinóteros) αλγεινότερη (algeinóteri) αλγεινότερο (algeinótero) αλγεινότεροι (algeinóteroi) αλγεινότερες (algeinóteres) αλγεινότερα (algeinótera)
genitive αλγεινότερου (algeinóterou) αλγεινότερης (algeinóteris) αλγεινότερου (algeinóterou) αλγεινότερων (algeinóteron) αλγεινότερων (algeinóteron) αλγεινότερων (algeinóteron)
accusative αλγεινότερο (algeinótero) αλγεινότερη (algeinóteri) αλγεινότερο (algeinótero) αλγεινότερους (algeinóterous) αλγεινότερες (algeinóteres) αλγεινότερα (algeinótera)
vocative αλγεινότερε (algeinótere) αλγεινότερη (algeinóteri) αλγεινότερο (algeinótero) αλγεινότεροι (algeinóteroi) αλγεινότερες (algeinóteres) αλγεινότερα (algeinótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αλγεινότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλγεινότατος (algeinótatos) αλγεινότατη (algeinótati) αλγεινότατο (algeinótato) αλγεινότατοι (algeinótatoi) αλγεινότατες (algeinótates) αλγεινότατα (algeinótata)
genitive αλγεινότατου (algeinótatou) αλγεινότατης (algeinótatis) αλγεινότατου (algeinótatou) αλγεινότατων (algeinótaton) αλγεινότατων (algeinótaton) αλγεινότατων (algeinótaton)
accusative αλγεινότατο (algeinótato) αλγεινότατη (algeinótati) αλγεινότατο (algeinótato) αλγεινότατους (algeinótatous) αλγεινότατες (algeinótates) αλγεινότατα (algeinótata)
vocative αλγεινότατε (algeinótate) αλγεινότατη (algeinótati) αλγεινότατο (algeinótato) αλγεινότατοι (algeinótatoi) αλγεινότατες (algeinótates) αλγεινότατα (algeinótata)