αλλοτινός • (allotinós) m (feminine αλλοτινή, neuter αλλοτινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλοτινός (allotinós) | αλλοτινή (allotiní) | αλλοτινό (allotinó) | αλλοτινοί (allotinoí) | αλλοτινές (allotinés) | αλλοτινά (allotiná) | |
genitive | αλλοτινού (allotinoú) | αλλοτινής (allotinís) | αλλοτινού (allotinoú) | αλλοτινών (allotinón) | αλλοτινών (allotinón) | αλλοτινών (allotinón) | |
accusative | αλλοτινό (allotinó) | αλλοτινή (allotiní) | αλλοτινό (allotinó) | αλλοτινούς (allotinoús) | αλλοτινές (allotinés) | αλλοτινά (allotiná) | |
vocative | αλλοτινέ (allotiné) | αλλοτινή (allotiní) | αλλοτινό (allotinó) | αλλοτινοί (allotinoí) | αλλοτινές (allotinés) | αλλοτινά (allotiná) |