Learnedly, from Ancient Greek ἀλόγιστος (alógistos), from ἀ- (a-) privative + (λογίζομαι (logízomai), λογισ- + -τος (-tos). Doublet of αλόγιαστος (alógiastos).
αλόγιστος • (alógistos) m (feminine αλόγιστη, neuter αλόγιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλόγιστος (alógistos) | αλόγιστη (alógisti) | αλόγιστο (alógisto) | αλόγιστοι (alógistoi) | αλόγιστες (alógistes) | αλόγιστα (alógista) | |
genitive | αλόγιστου (alógistou) | αλόγιστης (alógistis) | αλόγιστου (alógistou) | αλόγιστων (alógiston) | αλόγιστων (alógiston) | αλόγιστων (alógiston) | |
accusative | αλόγιστο (alógisto) | αλόγιστη (alógisti) | αλόγιστο (alógisto) | αλόγιστους (alógistous) | αλόγιστες (alógistes) | αλόγιστα (alógista) | |
vocative | αλόγιστε (alógiste) | αλόγιστη (alógisti) | αλόγιστο (alógisto) | αλόγιστοι (alógistoi) | αλόγιστες (alógistes) | αλόγιστα (alógista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλόγιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλόγιστος, etc.)