Inherited from Ancient Greek ἀμέτρητος (amétrētos); by surface analysis, α- (a-, alpha privative) + μετρητός (metritós, “measurable”).
αμέτρητος • (amétritos) m (feminine αμέτρητη, neuter αμέτρητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμέτρητος • | αμέτρητη • | αμέτρητο • | αμέτρητοι • | αμέτρητες • | αμέτρητα • |
genitive | αμέτρητου • | αμέτρητης • | αμέτρητου • | αμέτρητων • | αμέτρητων • | αμέτρητων • |
accusative | αμέτρητο • | αμέτρητη • | αμέτρητο • | αμέτρητους • | αμέτρητες • | αμέτρητα • |
vocative | αμέτρητε • | αμέτρητη • | αμέτρητο • | αμέτρητοι • | αμέτρητες • | αμέτρητα • |