Inherited from Byzantine Greek ἀρίφνητος (aríphnētos), from Byzantine Greek ἀναρίφνητος (anaríphnētos), from Ancient Greek ἀναρίθμητος (anaríthmētos, “countless, innumerable, immeasurable”) replacing consonant cluster with and the prefix ἀνα- (ana-) with ἀ- (a-).[1]
αρίφνητος • (arífnitos) m (feminine αρίφνητη, neuter αρίφνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρίφνητος (arífnitos) | αρίφνητη (arífniti) | αρίφνητο (arífnito) | αρίφνητοι (arífnitoi) | αρίφνητες (arífnites) | αρίφνητα (arífnita) | |
genitive | αρίφνητου (arífnitou) | αρίφνητης (arífnitis) | αρίφνητου (arífnitou) | αρίφνητων (arífniton) | αρίφνητων (arífniton) | αρίφνητων (arífniton) | |
accusative | αρίφνητο (arífnito) | αρίφνητη (arífniti) | αρίφνητο (arífnito) | αρίφνητους (arífnitous) | αρίφνητες (arífnites) | αρίφνητα (arífnita) | |
vocative | αρίφνητε (arífnite) | αρίφνητη (arífniti) | αρίφνητο (arífnito) | αρίφνητοι (arífnitoi) | αρίφνητες (arífnites) | αρίφνητα (arífnita) |