αμετάφραστος • (ametáfrastos) m (feminine αμετάφραστη, neuter αμετάφραστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμετάφραστος (ametáfrastos) | αμετάφραστη (ametáfrasti) | αμετάφραστο (ametáfrasto) | αμετάφραστοι (ametáfrastoi) | αμετάφραστες (ametáfrastes) | αμετάφραστα (ametáfrasta) | |
genitive | αμετάφραστου (ametáfrastou) | αμετάφραστης (ametáfrastis) | αμετάφραστου (ametáfrastou) | αμετάφραστων (ametáfraston) | αμετάφραστων (ametáfraston) | αμετάφραστων (ametáfraston) | |
accusative | αμετάφραστο (ametáfrasto) | αμετάφραστη (ametáfrasti) | αμετάφραστο (ametáfrasto) | αμετάφραστους (ametáfrastous) | αμετάφραστες (ametáfrastes) | αμετάφραστα (ametáfrasta) | |
vocative | αμετάφραστε (ametáfraste) | αμετάφραστη (ametáfrasti) | αμετάφραστο (ametáfrasto) | αμετάφραστοι (ametáfrastoi) | αμετάφραστες (ametáfrastes) | αμετάφραστα (ametáfrasta) |