αμεταγλώττιστος • (ametaglóttistos) m (feminine αμεταγλώττιστη, neuter αμεταγλώττιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεταγλώττιστος • | αμεταγλώττιστη • | αμεταγλώττιστο • | αμεταγλώττιστοι • | αμεταγλώττιστες • | αμεταγλώττιστα • |
genitive | αμεταγλώττιστου • | αμεταγλώττιστης • | αμεταγλώττιστου • | αμεταγλώττιστων • | αμεταγλώττιστων • | αμεταγλώττιστων • |
accusative | αμεταγλώττιστο • | αμεταγλώττιστη • | αμεταγλώττιστο • | αμεταγλώττιστους • | αμεταγλώττιστες • | αμεταγλώττιστα • |
vocative | αμεταγλώττιστε • | αμεταγλώττιστη • | αμεταγλώττιστο • | αμεταγλώττιστοι • | αμεταγλώττιστες • | αμεταγλώττιστα • |