ανέγκλητος • (anégklitos) m (feminine ανέγκλητη, neuter ανέγκλητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανέγκλητος (anégklitos) | ανέγκλητη (anégkliti) | ανέγκλητο (anégklito) | ανέγκλητοι (anégklitoi) | ανέγκλητες (anégklites) | ανέγκλητα (anégklita) | |
genitive | ανέγκλητου (anégklitou) | ανέγκλητης (anégklitis) | ανέγκλητου (anégklitou) | ανέγκλητων (anégkliton) | ανέγκλητων (anégkliton) | ανέγκλητων (anégkliton) | |
accusative | ανέγκλητο (anégklito) | ανέγκλητη (anégkliti) | ανέγκλητο (anégklito) | ανέγκλητους (anégklitous) | ανέγκλητες (anégklites) | ανέγκλητα (anégklita) | |
vocative | ανέγκλητε (anégklite) | ανέγκλητη (anégkliti) | ανέγκλητο (anégklito) | ανέγκλητοι (anégklitoi) | ανέγκλητες (anégklites) | ανέγκλητα (anégklita) |