Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αναδεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αναδεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αναδεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αναδεύω you have here. The definition of the word
αναδεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αναδεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Inherited from Hellenistic Koine Greek ἀναδεύω (anadeúō). By surface analysis, ανα- (“re”) + δεύω (dévo, “ancient verb for 'stir liquid with dry mass'”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.naˈðe.vo/
- Hyphenation: α‧να‧δεύ‧ω
Verb
αναδεύω • (anadévo) (past ανάδεψα, passive αναδεύομαι)
- to agitate (mix vigorously, particularly mechanically, to produce even mixture)
- to stir (for example: coffee)
- to fidget, stir
Conjugation
αναδεύω αναδεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναδεύω
|
αναδέψω, αναδεύσω
|
αναδεύομαι
|
αναδευτώ, αναδευθώ
|
2 sg
|
αναδεύεις
|
αναδέψεις, αναδεύσεις
|
αναδεύεσαι
|
αναδευτείς, αναδευθείς
|
3 sg
|
αναδεύει
|
αναδέψει, αναδεύσει
|
αναδεύεται
|
αναδευτεί, αναδευθεί
|
|
1 pl
|
αναδεύουμε, [‑ομε]
|
αναδέψουμε, [‑ομε], αναδεύσουμε, [‑ομε]
|
αναδευόμαστε
|
αναδευτούμε, αναδευθούμε
|
2 pl
|
αναδεύετε
|
αναδέψετε, αναδεύσετε
|
αναδεύεστε, αναδευόσαστε
|
αναδευτείτε, αναδευθείτε
|
3 pl
|
αναδεύουν(ε)
|
αναδέψουν(ε), αναδεύσουν(ε)
|
αναδεύονται
|
αναδευτούν(ε), αναδευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανάδευα
|
ανάδεψα, ανάδευσα
|
αναδευόμουν(α)
|
αναδεύτηκα, αναδεύθηκα
|
2 sg
|
ανάδευες
|
ανάδεψες, ανάδευσες
|
αναδευόσουν(α)
|
αναδεύτηκες, αναδεύθηκες
|
3 sg
|
ανάδευε
|
ανάδεψε, ανάδευσε
|
αναδευόταν(ε)
|
αναδεύτηκε, αναδεύθηκε
|
|
1 pl
|
αναδεύαμε
|
αναδέψαμε, αναδεύσαμε
|
αναδευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναδευτήκαμε, αναδευθήκαμε
|
2 pl
|
αναδεύατε
|
αναδέψατε, αναδεύσατε
|
αναδευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναδευτήκατε, αναδευθήκατε
|
3 pl
|
ανάδευαν, αναδεύαν(ε)
|
ανάδεψαν, αναδέψαν(ε), ανάδευσαν
|
αναδεύονταν, (αναδευόντουσαν)
|
αναδεύτηκαν, αναδευτήκαν(ε), αναδεύθηκαν, αναδευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναδεύω ➤
|
θα αναδέψω / αναδεύσω ➤
|
θα αναδεύομαι ➤
|
θα αναδευτώ / αναδευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναδεύεις, …
|
θα αναδέψεις / αναδεύσεις, …
|
θα αναδεύεσαι, …
|
θα αναδευτείς / αναδευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναδέψει / αναδεύσει έχω, έχεις, … αναδευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αναδευτεί / αναδευθεί είμαι, είσαι, … αναδευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναδέψει / αναδεύσει είχα, είχες, … αναδευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αναδευτεί / αναδευθεί ήμουν, ήσουν, … αναδευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναδέψει / αναδεύσει θα έχω, θα έχεις, … αναδευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αναδευτεί / αναδευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναδευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ανάδευε
|
ανάδεψε / [ανάδευ' 1], ανάδευσε
|
—
|
αναδέψου, αναδεύσου
|
2 pl
|
αναδεύετε
|
αναδέψτε / [αναδεύτε2], αναδεύστε
|
αναδεύεστε
|
αναδευτείτε, αναδευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναδεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναδέψει / αναδεύσει ➤
|
αναδευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναδέψει, αναδεύσει
|
αναδευτεί, αναδευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ανάδευ' το ("stir it!"). 2. Colloquial. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms