Learned borrowing from Ancient Greek ἀνακινῶ (anakinô), contracted form of ἀνακινέω (anakinéō). By surface analysis, ανα- (“re-”) + κινώ (“move”).
ανακινώ • (anakinó) (past ανακίνησα, passive ανακινούμαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακινώ | ανακινήσω | ανακινούμαι | ανακινηθώ |
2 sg | ανακινείς | ανακινήσεις | ανακινείσαι | ανακινηθείς |
3 sg | ανακινεί | ανακινήσει | ανακινείται | ανακινηθεί |
1 pl | ανακινούμε | ανακινήσουμε, [-ομε] | ανακινούμαστε | ανακινηθούμε |
2 pl | ανακινείτε | ανακινήσετε | ανακινείστε | ανακινηθείτε |
3 pl | ανακινούν(ε) | ανακινήσουν(ε) | ανακινούνται | ανακινηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανακινούσα | ανακίνησα | [ανακινούμουν(α)] | ανακινήθηκα |
2 sg | ανακινούσες | ανακίνησες | [ανακινούσουν(α)] | ανακινήθηκες |
3 sg | ανακινούσε | ανακίνησε | ανακινούνταν, {ανακινείτο} | ανακινήθηκε |
1 pl | ανακινούσαμε | ανακινήσαμε | ανακινούμασταν, (‑ούμαστε) | ανακινηθήκαμε |
2 pl | ανακινούσατε | ανακινήσατε | [ανακινούσασταν, (‑ούσαστε)] | ανακινηθήκατε |
3 pl | ανακινούσαν(ε) | ανακίνησαν, ανακινήσαν(ε) | ανακινούνταν, {ανακινούντο} | ανακινήθηκαν, ανακινηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακινώ ➤ | θα ανακινήσω ➤ | θα ανακινούμαι ➤ | θα ανακινηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακινείς, … | θα ανακινήσεις, … | θα ανακινείσαι, … | θα ανακινηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακινήσει έχω, έχεις, … ανακινημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακινηθεί είμαι, είσαι, … ανακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακινήσει είχα, είχες, … ανακινημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακινηθεί ήμουν, ήσουν, … ανακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακινήσει θα έχω, θα έχεις, … ανακινημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακινηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ανακίνησε | — | ανακινήσου |
2 pl | ανακινείτε | ανακινήστε | ανακινείστε | ανακινηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακινώντας ➤ | ανακινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακινήσει ➤ | ανακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανακινήσει | ανακινηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||