αναισθητικός • (anaisthitikós) m (feminine αναισθητική, neuter αναισθητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναισθητικός (anaisthitikós) | αναισθητική (anaisthitikí) | αναισθητικό (anaisthitikó) | αναισθητικοί (anaisthitikoí) | αναισθητικές (anaisthitikés) | αναισθητικά (anaisthitiká) | |
genitive | αναισθητικού (anaisthitikoú) | αναισθητικής (anaisthitikís) | αναισθητικού (anaisthitikoú) | αναισθητικών (anaisthitikón) | αναισθητικών (anaisthitikón) | αναισθητικών (anaisthitikón) | |
accusative | αναισθητικό (anaisthitikó) | αναισθητική (anaisthitikí) | αναισθητικό (anaisthitikó) | αναισθητικούς (anaisthitikoús) | αναισθητικές (anaisthitikés) | αναισθητικά (anaisthitiká) | |
vocative | αναισθητικέ (anaisthitiké) | αναισθητική (anaisthitikí) | αναισθητικό (anaisthitikó) | αναισθητικοί (anaisthitikoí) | αναισθητικές (anaisthitikés) | αναισθητικά (anaisthitiká) |