From Ancient Greek ἀναίσθητος (anaísthētos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + αισθητός (aisthitós).
αναίσθητος • (anaísthitos) m (feminine αναίσθητη, neuter αναίσθητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναίσθητος • | αναίσθητη • | αναίσθητο • | αναίσθητοι • | αναίσθητες • | αναίσθητα • |
genitive | αναίσθητου • | αναίσθητης • | αναίσθητου • | αναίσθητων • | αναίσθητων • | αναίσθητων • |
accusative | αναίσθητο • | αναίσθητη • | αναίσθητο • | αναίσθητους • | αναίσθητες • | αναίσθητα • |
vocative | αναίσθητε • | αναίσθητη • | αναίσθητο • | αναίσθητοι • | αναίσθητες • | αναίσθητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναίσθητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναίσθητος, etc.) |