αναπτύσσω • (anaptýsso) (past ανέπτυξα/ανάπτυξα, passive αναπτύσσομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναπτύσσω | αναπτύξω | αναπτύσσομαι | αναπτυχθώ |
2 sg | αναπτύσσεις | αναπτύξεις | αναπτύσσεσαι | αναπτυχθείς |
3 sg | αναπτύσσει | αναπτύξει | αναπτύσσεται | αναπτυχθεί |
1 pl | αναπτύσσουμε, [‑ομε] | αναπτύξουμε, [‑ομε] | αναπτυσσόμαστε | αναπτυχθούμε |
2 pl | αναπτύσσετε | αναπτύξετε | αναπτύσσεστε, αναπτυσσόσαστε | αναπτυχθείτε |
3 pl | αναπτύσσουν(ε) | αναπτύξουν(ε) | αναπτύσσονται | αναπτυχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέπτυσσα | ανέπτυξα, ανάπτυξα | αναπτυσσόμουν(α) | αναπτύχθηκα |
2 sg | ανέπτυσσες | ανέπτυξες, ανάπτυξες | αναπτυσσόσουν(α) | αναπτύχθηκες |
3 sg | ανέπτυσσε | ανέπτυξε, ανάπτυξε | αναπτυσσόταν(ε) | αναπτύχθηκε |
1 pl | αναπτύσσαμε | αναπτύξαμε | αναπτυσσόμασταν, (‑όμαστε) | αναπτυχθήκαμε |
2 pl | αναπτύσσατε | αναπτύξατε | αναπτυσσόσασταν, (‑όσαστε) | αναπτυχθήκατε |
3 pl | ανέπτυσσαν, αναπτύσσαν(ε) | ανέπτυξαν, αναπτύξαν(ε), ανάπτυξαν | αναπτύσσονταν, (αναπτυσσόντουσαν) | αναπτύχθηκαν, αναπτυχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναπτύσσω ➤ | θα αναπτύξω ➤ | θα αναπτύσσομαι ➤ | θα αναπτυχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναπτύσσεις, … | θα αναπτύξεις, … | θα αναπτύσσεσαι, … | θα αναπτυχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναπτύξει έχω, έχεις, … αναπτυγμένο, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναπτυχθεί είμαι, είσαι, … αναπτυγμένος, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναπτύξει είχα, είχες, … αναπτυγμένο, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναπτυχθεί ήμουν, ήσουν, … αναπτυγμένος, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναπτύξει θα έχω, θα έχεις, … αναπτυγμένο, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναπτυχθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπτυγμένος, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάπτυσσε | ανάπτυξε | — | αναπτύξου |
2 pl | αναπτύσσετε | αναπτύξτε | αναπτύσσεστε | αναπτυχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναπτύσσοντας ➤ | αναπτυσσόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναπτύξει ➤ | αναπτυγμένος, ‑η, ‑ο / ανεπτυγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναπτύξει | αναπτυχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||