αναφορικός • (anaforikós) m (feminine αναφορική, neuter αναφορικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναφορικός (anaforikós) | αναφορική (anaforikí) | αναφορικό (anaforikó) | αναφορικοί (anaforikoí) | αναφορικές (anaforikés) | αναφορικά (anaforiká) | |
genitive | αναφορικού (anaforikoú) | αναφορικής (anaforikís) | αναφορικού (anaforikoú) | αναφορικών (anaforikón) | αναφορικών (anaforikón) | αναφορικών (anaforikón) | |
accusative | αναφορικό (anaforikó) | αναφορική (anaforikí) | αναφορικό (anaforikó) | αναφορικούς (anaforikoús) | αναφορικές (anaforikés) | αναφορικά (anaforiká) | |
vocative | αναφορικέ (anaforiké) | αναφορική (anaforikí) | αναφορικό (anaforikó) | αναφορικοί (anaforikoí) | αναφορικές (anaforikés) | αναφορικά (anaforiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναφορικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναφορικός, etc.)