ανεγνωρισμένος • (anegnorisménos) m (feminine ανεγνωρισμένη, neuter ανεγνωρισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεγνωρισμένος • | ανεγνωρισμένη • | ανεγνωρισμένο • | ανεγνωρισμένοι • | ανεγνωρισμένες • | ανεγνωρισμένα • |
genitive | ανεγνωρισμένου • | ανεγνωρισμένης • | ανεγνωρισμένου • | ανεγνωρισμένων • | ανεγνωρισμένων • | ανεγνωρισμένων • |
accusative | ανεγνωρισμένο • | ανεγνωρισμένη • | ανεγνωρισμένο • | ανεγνωρισμένους • | ανεγνωρισμένες • | ανεγνωρισμένα • |
vocative | ανεγνωρισμένε • | ανεγνωρισμένη • | ανεγνωρισμένο • | ανεγνωρισμένοι • | ανεγνωρισμένες • | ανεγνωρισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεγνωρισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεγνωρισμένος, etc.) |