Perfect participle of αναγνωρίζομαι (anagnorízomai), passive voice of αναγνωρίζω (“I recognize”).
αναγνωρισμένος • (anagnorisménos) m (feminine αναγνωρισμένη, neuter αναγνωρισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγνωρισμένος • | αναγνωρισμένη • | αναγνωρισμένο • | αναγνωρισμένοι • | αναγνωρισμένες • | αναγνωρισμένα • |
genitive | αναγνωρισμένου • | αναγνωρισμένης • | αναγνωρισμένου • | αναγνωρισμένων • | αναγνωρισμένων • | αναγνωρισμένων • |
accusative | αναγνωρισμένο • | αναγνωρισμένη • | αναγνωρισμένο • | αναγνωρισμένους • | αναγνωρισμένες • | αναγνωρισμένα • |
vocative | αναγνωρισμένε • | αναγνωρισμένη • | αναγνωρισμένο • | αναγνωρισμένοι • | αναγνωρισμένες • | αναγνωρισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνωρισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωρισμένος, etc.) |