αναγνωρίσιμος • (anagnorísimos) m (feminine αναγνωρίσιμη, neuter αναγνωρίσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναγνωρίσιμος (anagnorísimos) | αναγνωρίσιμη (anagnorísimi) | αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) | αναγνωρίσιμοι (anagnorísimoi) | αναγνωρίσιμες (anagnorísimes) | αναγνωρίσιμα (anagnorísima) | |
genitive | αναγνωρίσιμου (anagnorísimou) | αναγνωρίσιμης (anagnorísimis) | αναγνωρίσιμου (anagnorísimou) | αναγνωρίσιμων (anagnorísimon) | αναγνωρίσιμων (anagnorísimon) | αναγνωρίσιμων (anagnorísimon) | |
accusative | αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) | αναγνωρίσιμη (anagnorísimi) | αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) | αναγνωρίσιμους (anagnorísimous) | αναγνωρίσιμες (anagnorísimes) | αναγνωρίσιμα (anagnorísima) | |
vocative | αναγνωρίσιμε (anagnorísime) | αναγνωρίσιμη (anagnorísimi) | αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) | αναγνωρίσιμοι (anagnorísimoi) | αναγνωρίσιμες (anagnorísimes) | αναγνωρίσιμα (anagnorísima) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνωρίσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωρίσιμος, etc.)