ανθοστεφάνωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανθοστεφάνωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανθοστεφάνωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανθοστεφάνωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανθοστεφάνωτος you have here. The definition of the word ανθοστεφάνωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανθοστεφάνωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανθοστεφάνωτος (anthostefánotosm (feminine ανθοστεφάνωτη, neuter ανθοστεφάνωτο)

  1. wearing a wreath of flowers, crowned with flowers
    Synonym: ανθοστεφανωμένος (anthostefanoménos)

Declension

Declension of ανθοστεφάνωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθοστεφάνωτος (anthostefánotos) ανθοστεφάνωτη (anthostefánoti) ανθοστεφάνωτο (anthostefánoto) ανθοστεφάνωτοι (anthostefánotoi) ανθοστεφάνωτες (anthostefánotes) ανθοστεφάνωτα (anthostefánota)
genitive ανθοστεφάνωτου (anthostefánotou) ανθοστεφάνωτης (anthostefánotis) ανθοστεφάνωτου (anthostefánotou) ανθοστεφάνωτων (anthostefánoton) ανθοστεφάνωτων (anthostefánoton) ανθοστεφάνωτων (anthostefánoton)
accusative ανθοστεφάνωτο (anthostefánoto) ανθοστεφάνωτη (anthostefánoti) ανθοστεφάνωτο (anthostefánoto) ανθοστεφάνωτους (anthostefánotous) ανθοστεφάνωτες (anthostefánotes) ανθοστεφάνωτα (anthostefánota)
vocative ανθοστεφάνωτε (anthostefánote) ανθοστεφάνωτη (anthostefánoti) ανθοστεφάνωτο (anthostefánoto) ανθοστεφάνωτοι (anthostefánotoi) ανθοστεφάνωτες (anthostefánotes) ανθοστεφάνωτα (anthostefánota)

Coordinate terms