ανθοστόλιστος • (anthostólistos) m (feminine ανθοστόλιστη, neuter ανθοστόλιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθοστόλιστος (anthostólistos) | ανθοστόλιστη (anthostólisti) | ανθοστόλιστο (anthostólisto) | ανθοστόλιστοι (anthostólistoi) | ανθοστόλιστες (anthostólistes) | ανθοστόλιστα (anthostólista) | |
genitive | ανθοστόλιστου (anthostólistou) | ανθοστόλιστης (anthostólistis) | ανθοστόλιστου (anthostólistou) | ανθοστόλιστων (anthostóliston) | ανθοστόλιστων (anthostóliston) | ανθοστόλιστων (anthostóliston) | |
accusative | ανθοστόλιστο (anthostólisto) | ανθοστόλιστη (anthostólisti) | ανθοστόλιστο (anthostólisto) | ανθοστόλιστους (anthostólistous) | ανθοστόλιστες (anthostólistes) | ανθοστόλιστα (anthostólista) | |
vocative | ανθοστόλιστε (anthostóliste) | ανθοστόλιστη (anthostólisti) | ανθοστόλιστο (anthostólisto) | ανθοστόλιστοι (anthostólistoi) | ανθοστόλιστες (anthostólistes) | ανθοστόλιστα (anthostólista) |