ανθοστεφανωμένος • (anthostefanoménos) m (feminine ανθοστεφανωμένη, neuter ανθοστεφανωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθοστεφανωμένος (anthostefanoménos) | ανθοστεφανωμένη (anthostefanoméni) | ανθοστεφανωμένο (anthostefanoméno) | ανθοστεφανωμένοι (anthostefanoménoi) | ανθοστεφανωμένες (anthostefanoménes) | ανθοστεφανωμένα (anthostefanoména) | |
genitive | ανθοστεφανωμένου (anthostefanoménou) | ανθοστεφανωμένης (anthostefanoménis) | ανθοστεφανωμένου (anthostefanoménou) | ανθοστεφανωμένων (anthostefanoménon) | ανθοστεφανωμένων (anthostefanoménon) | ανθοστεφανωμένων (anthostefanoménon) | |
accusative | ανθοστεφανωμένο (anthostefanoméno) | ανθοστεφανωμένη (anthostefanoméni) | ανθοστεφανωμένο (anthostefanoméno) | ανθοστεφανωμένους (anthostefanoménous) | ανθοστεφανωμένες (anthostefanoménes) | ανθοστεφανωμένα (anthostefanoména) | |
vocative | ανθοστεφανωμένε (anthostefanoméne) | ανθοστεφανωμένη (anthostefanoméni) | ανθοστεφανωμένο (anthostefanoméno) | ανθοστεφανωμένοι (anthostefanoménoi) | ανθοστεφανωμένες (anthostefanoménes) | ανθοστεφανωμένα (anthostefanoména) |