ανθρωπιστικός • (anthropistikós) m (feminine ανθρωπιστική, neuter ανθρωπιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθρωπιστικός (anthropistikós) | ανθρωπιστική (anthropistikí) | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστικοί (anthropistikoí) | ανθρωπιστικές (anthropistikés) | ανθρωπιστικά (anthropistiká) | |
genitive | ανθρωπιστικού (anthropistikoú) | ανθρωπιστικής (anthropistikís) | ανθρωπιστικού (anthropistikoú) | ανθρωπιστικών (anthropistikón) | ανθρωπιστικών (anthropistikón) | ανθρωπιστικών (anthropistikón) | |
accusative | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστική (anthropistikí) | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστικούς (anthropistikoús) | ανθρωπιστικές (anthropistikés) | ανθρωπιστικά (anthropistiká) | |
vocative | ανθρωπιστικέ (anthropistiké) | ανθρωπιστική (anthropistikí) | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστικοί (anthropistikoí) | ανθρωπιστικές (anthropistikés) | ανθρωπιστικά (anthropistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθρωπιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθρωπιστικός, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπιστικότερος (anthropistikóteros) | ανθρωπιστικότερη (anthropistikóteri) | ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) | ανθρωπιστικότεροι (anthropistikóteroi) | ανθρωπιστικότερες (anthropistikóteres) | ανθρωπιστικότερα (anthropistikótera) |
genitive | ανθρωπιστικότερου (anthropistikóterou) | ανθρωπιστικότερης (anthropistikóteris) | ανθρωπιστικότερου (anthropistikóterou) | ανθρωπιστικότερων (anthropistikóteron) | ανθρωπιστικότερων (anthropistikóteron) | ανθρωπιστικότερων (anthropistikóteron) |
accusative | ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) | ανθρωπιστικότερη (anthropistikóteri) | ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) | ανθρωπιστικότερους (anthropistikóterous) | ανθρωπιστικότερες (anthropistikóteres) | ανθρωπιστικότερα (anthropistikótera) |
vocative | ανθρωπιστικότερε (anthropistikótere) | ανθρωπιστικότερη (anthropistikóteri) | ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) | ανθρωπιστικότεροι (anthropistikóteroi) | ανθρωπιστικότερες (anthropistikóteres) | ανθρωπιστικότερα (anthropistikótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανθρωπιστικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπιστικότατος (anthropistikótatos) | ανθρωπιστικότατη (anthropistikótati) | ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) | ανθρωπιστικότατοι (anthropistikótatoi) | ανθρωπιστικότατες (anthropistikótates) | ανθρωπιστικότατα (anthropistikótata) |
genitive | ανθρωπιστικότατου (anthropistikótatou) | ανθρωπιστικότατης (anthropistikótatis) | ανθρωπιστικότατου (anthropistikótatou) | ανθρωπιστικότατων (anthropistikótaton) | ανθρωπιστικότατων (anthropistikótaton) | ανθρωπιστικότατων (anthropistikótaton) |
accusative | ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) | ανθρωπιστικότατη (anthropistikótati) | ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) | ανθρωπιστικότατους (anthropistikótatous) | ανθρωπιστικότατες (anthropistikótates) | ανθρωπιστικότατα (anthropistikótata) |
vocative | ανθρωπιστικότατε (anthropistikótate) | ανθρωπιστικότατη (anthropistikótati) | ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) | ανθρωπιστικότατοι (anthropistikótatoi) | ανθρωπιστικότατες (anthropistikótates) | ανθρωπιστικότατα (anthropistikótata) |