ανορθόγραφος • (anorthógrafos) m (feminine ανορθόγραφη, neuter ανορθόγραφο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανορθόγραφος (anorthógrafos) | ανορθόγραφη (anorthógrafi) | ανορθόγραφο (anorthógrafo) | ανορθόγραφοι (anorthógrafoi) | ανορθόγραφες (anorthógrafes) | ανορθόγραφα (anorthógrafa) | |
genitive | ανορθόγραφου (anorthógrafou) | ανορθόγραφης (anorthógrafis) | ανορθόγραφου (anorthógrafou) | ανορθόγραφων (anorthógrafon) | ανορθόγραφων (anorthógrafon) | ανορθόγραφων (anorthógrafon) | |
accusative | ανορθόγραφο (anorthógrafo) | ανορθόγραφη (anorthógrafi) | ανορθόγραφο (anorthógrafo) | ανορθόγραφους (anorthógrafous) | ανορθόγραφες (anorthógrafes) | ανορθόγραφα (anorthógrafa) | |
vocative | ανορθόγραφε (anorthógrafe) | ανορθόγραφη (anorthógrafi) | ανορθόγραφο (anorthógrafo) | ανορθόγραφοι (anorthógrafoi) | ανορθόγραφες (anorthógrafes) | ανορθόγραφα (anorthógrafa) |