αντιαμερικάνικος • (antiamerikánikos) m (feminine αντιαμερικάνικη, neuter αντιαμερικάνικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιαμερικάνικος (antiamerikánikos) | αντιαμερικάνικη (antiamerikániki) | αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) | αντιαμερικάνικοι (antiamerikánikoi) | αντιαμερικάνικες (antiamerikánikes) | αντιαμερικάνικα (antiamerikánika) | |
genitive | αντιαμερικάνικου (antiamerikánikou) | αντιαμερικάνικης (antiamerikánikis) | αντιαμερικάνικου (antiamerikánikou) | αντιαμερικάνικων (antiamerikánikon) | αντιαμερικάνικων (antiamerikánikon) | αντιαμερικάνικων (antiamerikánikon) | |
accusative | αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) | αντιαμερικάνικη (antiamerikániki) | αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) | αντιαμερικάνικους (antiamerikánikous) | αντιαμερικάνικες (antiamerikánikes) | αντιαμερικάνικα (antiamerikánika) | |
vocative | αντιαμερικάνικε (antiamerikánike) | αντιαμερικάνικη (antiamerikániki) | αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) | αντιαμερικάνικοι (antiamerikánikoi) | αντιαμερικάνικες (antiamerikánikes) | αντιαμερικάνικα (antiamerikánika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαμερικάνικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαμερικάνικος, etc.)