αντιαμερικάνικος (antiamerikánikos) αντιαμερικανικός • (antiamerikanikós) m (feminine αντιαμερικανική, neuter αντιαμερικανικό) anti-American Derivations:...
αντιαμερικάνικος • (antiamerikánikos) m (feminine αντιαμερικάνικη, neuter αντιαμερικάνικο) Alternative form of αντιαμερικανικός (antiamerikanikós) Derivations:...
(Amerikanós, “American”) αμερικανόφιλος (amerikanófilos, “American”) αντιαμερικανικός (antiamerikanikós, “anti-American”, adjective) αντιαμερικανισμός m...
antiaméricain (fr), anti-américain (fr) German: antiamerikanisch (de) Greek: αντιαμερικανικός (el) (antiamerikanikós) Italian: antiamericano Japanese: 反米 (ja) (はんべい...