αντιδραστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιδραστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιδραστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιδραστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιδραστικός you have here. The definition of the word αντιδραστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιδραστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

αντι- (anti-) +‎ δραστικός (drastikós)

Adjective

αντιδραστικός (antidrastikósm (feminine αντιδραστική, neuter αντιδραστικό)

  1. (chemistry) reactive
  2. (politics) reactionary

Declension

Declension of αντιδραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδραστικός (antidrastikós) αντιδραστική (antidrastikí) αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικοί (antidrastikoí) αντιδραστικές (antidrastikés) αντιδραστικά (antidrastiká)
genitive αντιδραστικού (antidrastikoú) αντιδραστικής (antidrastikís) αντιδραστικού (antidrastikoú) αντιδραστικών (antidrastikón) αντιδραστικών (antidrastikón) αντιδραστικών (antidrastikón)
accusative αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστική (antidrastikí) αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικούς (antidrastikoús) αντιδραστικές (antidrastikés) αντιδραστικά (antidrastiká)
vocative αντιδραστικέ (antidrastiké) αντιδραστική (antidrastikí) αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικοί (antidrastikoí) αντιδραστικές (antidrastikés) αντιδραστικά (antidrastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιδραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιδραστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδραστικότερος (antidrastikóteros) αντιδραστικότερη (antidrastikóteri) αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότεροι (antidrastikóteroi) αντιδραστικότερες (antidrastikóteres) αντιδραστικότερα (antidrastikótera)
genitive αντιδραστικότερου (antidrastikóterou) αντιδραστικότερης (antidrastikóteris) αντιδραστικότερου (antidrastikóterou) αντιδραστικότερων (antidrastikóteron) αντιδραστικότερων (antidrastikóteron) αντιδραστικότερων (antidrastikóteron)
accusative αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότερη (antidrastikóteri) αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότερους (antidrastikóterous) αντιδραστικότερες (antidrastikóteres) αντιδραστικότερα (antidrastikótera)
vocative αντιδραστικότερε (antidrastikótere) αντιδραστικότερη (antidrastikóteri) αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότεροι (antidrastikóteroi) αντιδραστικότερες (antidrastikóteres) αντιδραστικότερα (antidrastikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιδραστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδραστικότατος (antidrastikótatos) αντιδραστικότατη (antidrastikótati) αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατοι (antidrastikótatoi) αντιδραστικότατες (antidrastikótates) αντιδραστικότατα (antidrastikótata)
genitive αντιδραστικότατου (antidrastikótatou) αντιδραστικότατης (antidrastikótatis) αντιδραστικότατου (antidrastikótatou) αντιδραστικότατων (antidrastikótaton) αντιδραστικότατων (antidrastikótaton) αντιδραστικότατων (antidrastikótaton)
accusative αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατη (antidrastikótati) αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατους (antidrastikótatous) αντιδραστικότατες (antidrastikótates) αντιδραστικότατα (antidrastikótata)
vocative αντιδραστικότατε (antidrastikótate) αντιδραστικότατη (antidrastikótati) αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατοι (antidrastikótatoi) αντιδραστικότατες (antidrastikótates) αντιδραστικότατα (antidrastikótata)

Derived terms

Noun

αντιδραστικός (antidrastikósm (plural αντιδραστικοί)

  1. reactionary

Declension

Declension of αντιδραστικός
singular plural
nominative αντιδραστικός (antidrastikós) αντιδραστικοί (antidrastikoí)
genitive αντιδραστικού (antidrastikoú) αντιδραστικών (antidrastikón)
accusative αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικούς (antidrastikoús)
vocative αντιδραστικέ (antidrastiké) αντιδραστικοί (antidrastikoí)