From αντιδραστικός (antidrastikós) + -ότητα (-ótita).[1]
αντιδραστικότητα • (antidrastikótita) f (plural αντιδραστικότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιδραστικότητα (antidrastikótita) | αντιδραστικότητες (antidrastikótites) |
genitive | αντιδραστικότητας (antidrastikótitas) | αντιδραστικοτήτων (antidrastikotíton) |
accusative | αντιδραστικότητα (antidrastikótita) | αντιδραστικότητες (antidrastikótites) |
vocative | αντιδραστικότητα (antidrastikótita) | αντιδραστικότητες (antidrastikótites) |