αντιεμπορικός • (antiemporikós) m (feminine αντιεμπορική, neuter αντιεμπορικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιεμπορικός • | αντιεμπορική • | αντιεμπορικό • | αντιεμπορικοί • | αντιεμπορικές • | αντιεμπορικά • |
genitive | αντιεμπορικού • | αντιεμπορικής • | αντιεμπορικού • | αντιεμπορικών • | αντιεμπορικών • | αντιεμπορικών • |
accusative | αντιεμπορικό • | αντιεμπορική • | αντιεμπορικό • | αντιεμπορικούς • | αντιεμπορικές • | αντιεμπορικά • |
vocative | αντιεμπορικέ • | αντιεμπορική • | αντιεμπορικό • | αντιεμπορικοί • | αντιεμπορικές • | αντιεμπορικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεμπορικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεμπορικός, etc.) |