εμπορικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εμπορικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εμπορικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εμπορικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εμπορικός you have here. The definition of the word εμπορικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεμπορικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εμπορικός (emporikósm (feminine εμπορική, neuter εμπορικό)

  1. commercial, trade
    Antonym: αντιεμπορικός (antiemporikós)
  2. (derogatory) of low quality

Declension

Declension of εμπορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορικός (emporikós) εμπορική (emporikí) εμπορικό (emporikó) εμπορικοί (emporikoí) εμπορικές (emporikés) εμπορικά (emporiká)
genitive εμπορικού (emporikoú) εμπορικής (emporikís) εμπορικού (emporikoú) εμπορικών (emporikón) εμπορικών (emporikón) εμπορικών (emporikón)
accusative εμπορικό (emporikó) εμπορική (emporikí) εμπορικό (emporikó) εμπορικούς (emporikoús) εμπορικές (emporikés) εμπορικά (emporiká)
vocative εμπορικέ (emporiké) εμπορική (emporikí) εμπορικό (emporikó) εμπορικοί (emporikoí) εμπορικές (emporikés) εμπορικά (emporiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμπορικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμπορικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορικότερος (emporikóteros) εμπορικότερη (emporikóteri) εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότεροι (emporikóteroi) εμπορικότερες (emporikóteres) εμπορικότερα (emporikótera)
genitive εμπορικότερου (emporikóterou) εμπορικότερης (emporikóteris) εμπορικότερου (emporikóterou) εμπορικότερων (emporikóteron) εμπορικότερων (emporikóteron) εμπορικότερων (emporikóteron)
accusative εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότερη (emporikóteri) εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότερους (emporikóterous) εμπορικότερες (emporikóteres) εμπορικότερα (emporikótera)
vocative εμπορικότερε (emporikótere) εμπορικότερη (emporikóteri) εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότεροι (emporikóteroi) εμπορικότερες (emporikóteres) εμπορικότερα (emporikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εμπορικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορικότατος (emporikótatos) εμπορικότατη (emporikótati) εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατοι (emporikótatoi) εμπορικότατες (emporikótates) εμπορικότατα (emporikótata)
genitive εμπορικότατου (emporikótatou) εμπορικότατης (emporikótatis) εμπορικότατου (emporikótatou) εμπορικότατων (emporikótaton) εμπορικότατων (emporikótaton) εμπορικότατων (emporikótaton)
accusative εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατη (emporikótati) εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατους (emporikótatous) εμπορικότατες (emporikótates) εμπορικότατα (emporikótata)
vocative εμπορικότατε (emporikótate) εμπορικότατη (emporikótati) εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατοι (emporikótatoi) εμπορικότατες (emporikótates) εμπορικότατα (emporikótata)