Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αντιστρέφω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αντιστρέφω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αντιστρέφω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αντιστρέφω you have here. The definition of the word
αντιστρέφω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αντιστρέφω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἀντιστρέφω. Morphologically from αντι- (“anti-”) + στρέφω (“turn”).
Pronunciation
- IPA(key): /an.diˈstɾe.fo/
- Hyphenation: α‧ντι‧στρέ‧φω
Verb
αντιστρέφω • (antistréfo) (past αντέστρεψα, passive αντιστρέφομαι)
- to reverse, alter, change
- (mathematics) to invert
Conjugation
αντιστρέφω αντιστρέφομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αντιστρέφω
|
αντιστρέψω
|
αντιστρέφομαι
|
αντιστραφώ
|
2 sg
|
αντιστρέφεις
|
αντιστρέψεις
|
αντιστρέφεσαι
|
αντιστραφείς
|
3 sg
|
αντιστρέφει
|
αντιστρέψει
|
αντιστρέφεται
|
αντιστραφεί
|
|
1 pl
|
αντιστρέφουμε, [‑ομε]
|
αντιστρέψουμε, [‑ομε]
|
αντιστρεφόμαστε
|
αντιστραφούμε
|
2 pl
|
αντιστρέφετε
|
αντιστρέψετε
|
αντιστρέφεστε, αντιστρεφόσαστε
|
αντιστραφείτε
|
3 pl
|
αντιστρέφουν(ε)
|
αντιστρέψουν(ε)
|
αντιστρέφονται
|
αντιστραφούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αντέστρεφα
|
αντέστρεψα
|
αντιστρεφόμουν(α)
|
αντιστράφηκα
|
2 sg
|
αντέστρεφες
|
αντέστρεψες
|
αντιστρεφόσουν(α)
|
αντιστράφηκες
|
3 sg
|
αντέστρεφε
|
αντέστρεψε
|
αντιστρεφόταν(ε)
|
αντιστράφηκε, {αντεστράφη}
|
|
1 pl
|
αντιστρέφαμε
|
αντιστρέψαμε
|
αντιστρεφόμασταν, (‑όμαστε)
|
αντιστραφήκαμε
|
2 pl
|
αντιστρέφατε
|
αντιστρέψατε
|
αντιστρεφόσασταν, (‑όσαστε)
|
αντιστραφήκατε
|
3 pl
|
αντέστρεφαν, αντιστρέφαν(ε)
|
αντέστρεψαν, αντιστρέψαν(ε)
|
αντιστρέφονταν, (αντιστρεφόντουσαν)
|
αντιστράφηκαν, αντιστραφήκαν(ε), {αντεστράφησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αντιστρέφω ➤
|
θα αντιστρέψω ➤
|
θα αντιστρέφομαι ➤
|
θα αντιστραφώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αντιστρέφεις, …
|
θα αντιστρέψεις, …
|
θα αντιστρέφεσαι, …
|
θα αντιστραφείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αντιστρέψει έχω, έχεις, … αντεστραμμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αντιστραφεί είμαι, είσαι, … αντεστραμμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αντιστρέψει είχα, είχες, … αντεστραμμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αντιστραφεί ήμουν, ήσουν, … αντεστραμμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αντιστρέψει θα έχω, θα έχεις, … αντεστραμμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αντιστραφεί θα είμαι, θα είσαι, … αντεστραμμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αντίστρεφε
|
αντίστρεψε
|
—
|
αντιστρέψου
|
2 pl
|
αντιστρέφετε
|
αντιστρέψτε
|
αντιστρέφεστε
|
αντιστραφείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αντιστρέφοντας ➤
|
αντιστρεφόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αντιστρέψει ➤
|
{αντεστραμμένος, ‑η, ‑o} (αντιστραμμένος, ‑η, ‑o) ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αντιστρέψει
|
αντιστραφεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- and see: στρέφω (stréfo, “turn”)
- αντιστρεπτός (antistreptós, “reversible”, adjective)
- αντιστρέψιμος (antistrépsimos, “reversible”, adjective)
- αντίστροφα (antístrofa, “in the reverse direction”, adverb)
- αντιστροφή f (antistrofí, “reversal”)
- αντίστροφο n (antístrofo, “opposite, reverse”)
- αντίστροφος (antístrofos, “inverse, reverse”, adjective)
- αντιστρόφως (antistrófos, “in the reverse direction”, adverb) (formal)