αντρικός • (antrikós) m (feminine αντρική, neuter αντρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντρικός (antrikós) | αντρική (antrikí) | αντρικό (antrikó) | αντρικοί (antrikoí) | αντρικές (antrikés) | αντρικά (antriká) | |
genitive | αντρικού (antrikoú) | αντρικής (antrikís) | αντρικού (antrikoú) | αντρικών (antrikón) | αντρικών (antrikón) | αντρικών (antrikón) | |
accusative | αντρικό (antrikó) | αντρική (antrikí) | αντρικό (antrikó) | αντρικούς (antrikoús) | αντρικές (antrikés) | αντρικά (antriká) | |
vocative | αντρικέ (antriké) | αντρική (antrikí) | αντρικό (antrikó) | αντρικοί (antrikoí) | αντρικές (antrikés) | αντρικά (antriká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντρικός, etc.)