α- (a-) + ξεχνάω (xechnáo) + -τος (-tos)
αξέχαστος • (axéchastos) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξέχαστος • | αξέχαστη • | αξέχαστο • | αξέχαστοι • | αξέχαστες • | αξέχαστα • |
genitive | αξέχαστου • | αξέχαστης • | αξέχαστου • | αξέχαστων • | αξέχαστων • | αξέχαστων • |
accusative | αξέχαστο • | αξέχαστη • | αξέχαστο • | αξέχαστους • | αξέχαστες • | αξέχαστα • |
vocative | αξέχαστε • | αξέχαστη • | αξέχαστο • | αξέχαστοι • | αξέχαστες • | αξέχαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξέχαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξέχαστος, etc.) |