αξιοπαρατήρητος • (axioparatíritos) m (feminine αξιοπαρατήρητη, neuter αξιοπαρατήρητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοπαρατήρητος (axioparatíritos) | αξιοπαρατήρητη (axioparatíriti) | αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) | αξιοπαρατήρητοι (axioparatíritoi) | αξιοπαρατήρητες (axioparatírites) | αξιοπαρατήρητα (axioparatírita) | |
genitive | αξιοπαρατήρητου (axioparatíritou) | αξιοπαρατήρητης (axioparatíritis) | αξιοπαρατήρητου (axioparatíritou) | αξιοπαρατήρητων (axioparatíriton) | αξιοπαρατήρητων (axioparatíriton) | αξιοπαρατήρητων (axioparatíriton) | |
accusative | αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) | αξιοπαρατήρητη (axioparatíriti) | αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) | αξιοπαρατήρητους (axioparatíritous) | αξιοπαρατήρητες (axioparatírites) | αξιοπαρατήρητα (axioparatírita) | |
vocative | αξιοπαρατήρητε (axioparatírite) | αξιοπαρατήρητη (axioparatíriti) | αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) | αξιοπαρατήρητοι (axioparatíritoi) | αξιοπαρατήρητες (axioparatírites) | αξιοπαρατήρητα (axioparatírita) |