αξιοπρόσεκτος • (axioprósektos) m (feminine αξιοπρόσεκτη, neuter αξιοπρόσεκτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοπρόσεκτος (axioprósektos) | αξιοπρόσεκτη (axioprósekti) | αξιοπρόσεκτο (axioprósekto) | αξιοπρόσεκτοι (axioprósektoi) | αξιοπρόσεκτες (axioprósektes) | αξιοπρόσεκτα (axioprósekta) | |
genitive | αξιοπρόσεκτου (axioprósektou) | αξιοπρόσεκτης (axioprósektis) | αξιοπρόσεκτου (axioprósektou) | αξιοπρόσεκτων (axioprósekton) | αξιοπρόσεκτων (axioprósekton) | αξιοπρόσεκτων (axioprósekton) | |
accusative | αξιοπρόσεκτο (axioprósekto) | αξιοπρόσεκτη (axioprósekti) | αξιοπρόσεκτο (axioprósekto) | αξιοπρόσεκτους (axioprósektous) | αξιοπρόσεκτες (axioprósektes) | αξιοπρόσεκτα (axioprósekta) | |
vocative | αξιοπρόσεκτε (axioprósekte) | αξιοπρόσεκτη (axioprósekti) | αξιοπρόσεκτο (axioprósekto) | αξιοπρόσεκτοι (axioprósektoi) | αξιοπρόσεκτες (axioprósektes) | αξιοπρόσεκτα (axioprósekta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοπρόσεκτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοπρόσεκτος, etc.)