From αξιο- (axio-, “worthy, deserving”) + σημειώνω (simeióno, “to note”).[1] Calque of French notable attested in 1808.[2]
αξιοσημείωτος • (axiosimeíotos) m (feminine αξιοσημείωτη, neuter αξιοσημείωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοσημείωτος (axiosimeíotos) | αξιοσημείωτη (axiosimeíoti) | αξιοσημείωτο (axiosimeíoto) | αξιοσημείωτοι (axiosimeíotoi) | αξιοσημείωτες (axiosimeíotes) | αξιοσημείωτα (axiosimeíota) | |
genitive | αξιοσημείωτου (axiosimeíotou) | αξιοσημείωτης (axiosimeíotis) | αξιοσημείωτου (axiosimeíotou) | αξιοσημείωτων (axiosimeíoton) | αξιοσημείωτων (axiosimeíoton) | αξιοσημείωτων (axiosimeíoton) | |
accusative | αξιοσημείωτο (axiosimeíoto) | αξιοσημείωτη (axiosimeíoti) | αξιοσημείωτο (axiosimeíoto) | αξιοσημείωτους (axiosimeíotous) | αξιοσημείωτες (axiosimeíotes) | αξιοσημείωτα (axiosimeíota) | |
vocative | αξιοσημείωτε (axiosimeíote) | αξιοσημείωτη (axiosimeíoti) | αξιοσημείωτο (axiosimeíoto) | αξιοσημείωτοι (axiosimeíotoi) | αξιοσημείωτες (axiosimeíotes) | αξιοσημείωτα (axiosimeíota) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοσημείωτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοσημείωτος, etc.)