Learned borrowing from Koine Greek σημει(ῶ) (sēmei(ô), “put a mark”) / σημειόω (sēmeióō) + -ώνω (-óno), a rare active form of the more common middle disposition verb σημειοῦμαι (sēmeioûmai, “marked”).[1] Ultimately from Ancient Greek σημεῖον (sēmeîon).[2]
σημειώνω • (simeióno) (past σημείωσα, passive σημειώνομαι, p‑past σημειώθηκα, ppp σημειωμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | σημειώνω | σημειώσω | σημειώνομαι | σημειωθώ |
2 sg | σημειώνεις | σημειώσεις | σημειώνεσαι | σημειωθείς |
3 sg | σημειώνει | σημειώσει | σημειώνεται | σημειωθεί |
1 pl | σημειώνουμε, [‑ομε] | σημειώσουμε, [‑ομε] | σημειωνόμαστε | σημειωθούμε |
2 pl | σημειώνετε | σημειώσετε | σημειώνεστε, σημειωνόσαστε | σημειωθείτε |
3 pl | σημειώνουν(ε) | σημειώσουν(ε) | σημειώνονται | σημειωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σημείωνα | σημείωσα | σημειωνόμουν(α) | σημειώθηκα |
2 sg | σημείωνες | σημείωσες | σημειωνόσουν(α) | σημειώθηκες |
3 sg | σημείωνε | σημείωσε | σημειωνόταν(ε) | σημειώθηκε |
1 pl | σημειώναμε | σημειώσαμε | σημειωνόμασταν, (‑όμαστε) | σημειωθήκαμε |
2 pl | σημειώνατε | σημειώσατε | σημειωνόσασταν, (‑όσαστε) | σημειωθήκατε |
3 pl | σημείωναν, σημειώναν(ε) | σημείωσαν, σημειώσαν(ε) | σημειώνονταν, (σημειωνόντουσαν) | σημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα σημειώνω ➤ | θα σημειώσω ➤ | θα σημειώνομαι ➤ | θα σημειωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα σημειώνεις, … | θα σημειώσεις, … | θα σημειώνεσαι, … | θα σημειωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … σημειώσει έχω, έχεις, … σημειωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … σημειωθεί είμαι, είσαι, … σημειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … σημειώσει είχα, είχες, … σημειωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … σημειωθεί ήμουν, ήσουν, … σημειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … σημειώσει θα έχω, θα έχεις, … σημειωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … σημειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … σημειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σημείωνε | σημείωσε | — | σημειώσου |
2 pl | σημειώνετε | σημειώστε | σημειώνεστε | σημειωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | σημειώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας σημειώσει ➤ | σημειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | σημειώσει | σημειωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||