αξιοπρεπής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αξιοπρεπής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αξιοπρεπής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αξιοπρεπής in singular and plural. Everything you need to know about the word αξιοπρεπής you have here. The definition of the word αξιοπρεπής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαξιοπρεπής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

Adjective

αξιοπρεπής (axioprepísm (feminine αξιοπρεπής, neuter αξιοπρεπές)

  1. dignified, correct, respectable

Declension

Declension of αξιοπρεπής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοπρεπής (axioprepís) αξιοπρεπής (axioprepís) αξιοπρεπές (axioprepés) αξιοπρεπείς (axioprepeís) αξιοπρεπείς (axioprepeís) αξιοπρεπή (axioprepí)
genitive αξιοπρεπούς (axioprepoús)
αξιοπρεπή (axioprepí)
αξιοπρεπούς (axioprepoús) αξιοπρεπούς (axioprepoús) αξιοπρεπών (axioprepón) αξιοπρεπών (axioprepón) αξιοπρεπών (axioprepón)
accusative αξιοπρεπή (axioprepí) αξιοπρεπή (axioprepí) αξιοπρεπές (axioprepés) αξιοπρεπείς (axioprepeís) αξιοπρεπείς (axioprepeís) αξιοπρεπή (axioprepí)
vocative αξιοπρεπή (axioprepí)
αξιοπρεπής (axioprepís)
αξιοπρεπής (axioprepís) αξιοπρεπές (axioprepés) αξιοπρεπείς (axioprepeís) αξιοπρεπείς (axioprepeís) αξιοπρεπή (axioprepí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοπρεπής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοπρεπής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοπρεπέστερος (axioprepésteros) αξιοπρεπέστερη (axioprepésteri) αξιοπρεπέστερο (axioprepéstero) αξιοπρεπέστεροι (axioprepésteroi) αξιοπρεπέστερες (axioprepésteres) αξιοπρεπέστερα (axioprepéstera)
genitive αξιοπρεπέστερου (axioprepésterou) αξιοπρεπέστερης (axioprepésteris) αξιοπρεπέστερου (axioprepésterou) αξιοπρεπέστερων (axioprepésteron) αξιοπρεπέστερων (axioprepésteron) αξιοπρεπέστερων (axioprepésteron)
accusative αξιοπρεπέστερο (axioprepéstero) αξιοπρεπέστερη (axioprepésteri) αξιοπρεπέστερο (axioprepéstero) αξιοπρεπέστερους (axioprepésterous) αξιοπρεπέστερες (axioprepésteres) αξιοπρεπέστερα (axioprepéstera)
vocative αξιοπρεπέστερε (axioprepéstere) αξιοπρεπέστερη (axioprepésteri) αξιοπρεπέστερο (axioprepéstero) αξιοπρεπέστεροι (axioprepésteroi) αξιοπρεπέστερες (axioprepésteres) αξιοπρεπέστερα (axioprepéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αξιοπρεπέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοπρεπέστατος (axioprepéstatos) αξιοπρεπέστατη (axioprepéstati) αξιοπρεπέστατο (axioprepéstato) αξιοπρεπέστατοι (axioprepéstatoi) αξιοπρεπέστατες (axioprepéstates) αξιοπρεπέστατα (axioprepéstata)
genitive αξιοπρεπέστατου (axioprepéstatou) αξιοπρεπέστατης (axioprepéstatis) αξιοπρεπέστατου (axioprepéstatou) αξιοπρεπέστατων (axioprepéstaton) αξιοπρεπέστατων (axioprepéstaton) αξιοπρεπέστατων (axioprepéstaton)
accusative αξιοπρεπέστατο (axioprepéstato) αξιοπρεπέστατη (axioprepéstati) αξιοπρεπέστατο (axioprepéstato) αξιοπρεπέστατους (axioprepéstatous) αξιοπρεπέστατες (axioprepéstates) αξιοπρεπέστατα (axioprepéstata)
vocative αξιοπρεπέστατε (axioprepéstate) αξιοπρεπέστατη (axioprepéstati) αξιοπρεπέστατο (axioprepéstato) αξιοπρεπέστατοι (axioprepéstatoi) αξιοπρεπέστατες (axioprepéstates) αξιοπρεπέστατα (axioprepéstata)