απειροελάχιστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απειροελάχιστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απειροελάχιστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απειροελάχιστος in singular and plural. Everything you need to know about the word απειροελάχιστος you have here. The definition of the word απειροελάχιστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπειροελάχιστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απειροελάχιστος (apeiroeláchistosm (feminine απειροελάχιστη, neuter απειροελάχιστο)

  1. infinitesimal, very small
    Synonyms: απειροστικός (apeirostikós), απειροστός (apeirostós)

Declension

Declension of απειροελάχιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απειροελάχιστος (apeiroeláchistos) απειροελάχιστη (apeiroeláchisti) απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) απειροελάχιστοι (apeiroeláchistoi) απειροελάχιστες (apeiroeláchistes) απειροελάχιστα (apeiroeláchista)
genitive απειροελάχιστου (apeiroeláchistou) απειροελάχιστης (apeiroeláchistis) απειροελάχιστου (apeiroeláchistou) απειροελάχιστων (apeiroeláchiston) απειροελάχιστων (apeiroeláchiston) απειροελάχιστων (apeiroeláchiston)
accusative απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) απειροελάχιστη (apeiroeláchisti) απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) απειροελάχιστους (apeiroeláchistous) απειροελάχιστες (apeiroeláchistes) απειροελάχιστα (apeiroeláchista)
vocative απειροελάχιστε (apeiroeláchiste) απειροελάχιστη (apeiroeláchisti) απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) απειροελάχιστοι (apeiroeláchistoi) απειροελάχιστες (apeiroeláchistes) απειροελάχιστα (apeiroeláchista)