απειροελάχιστος • (apeiroeláchistos) m (feminine απειροελάχιστη, neuter απειροελάχιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απειροελάχιστος (apeiroeláchistos) | απειροελάχιστη (apeiroeláchisti) | απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) | απειροελάχιστοι (apeiroeláchistoi) | απειροελάχιστες (apeiroeláchistes) | απειροελάχιστα (apeiroeláchista) | |
genitive | απειροελάχιστου (apeiroeláchistou) | απειροελάχιστης (apeiroeláchistis) | απειροελάχιστου (apeiroeláchistou) | απειροελάχιστων (apeiroeláchiston) | απειροελάχιστων (apeiroeláchiston) | απειροελάχιστων (apeiroeláchiston) | |
accusative | απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) | απειροελάχιστη (apeiroeláchisti) | απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) | απειροελάχιστους (apeiroeláchistous) | απειροελάχιστες (apeiroeláchistes) | απειροελάχιστα (apeiroeláchista) | |
vocative | απειροελάχιστε (apeiroeláchiste) | απειροελάχιστη (apeiroeláchisti) | απειροελάχιστο (apeiroeláchisto) | απειροελάχιστοι (apeiroeláchistoi) | απειροελάχιστες (apeiroeláchistes) | απειροελάχιστα (apeiroeláchista) |