Perfect participle of απελπίζομαι (apelpízomai), passive voice of απελπίζω (“to despair, desolate”).
απελπισμένος • (apelpisménos) m (feminine απελπισμένη, neuter απελπισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απελπισμένος (apelpisménos) | απελπισμένη (apelpisméni) | απελπισμένο (apelpisméno) | απελπισμένοι (apelpisménoi) | απελπισμένες (apelpisménes) | απελπισμένα (apelpisména) | |
genitive | απελπισμένου (apelpisménou) | απελπισμένης (apelpisménis) | απελπισμένου (apelpisménou) | απελπισμένων (apelpisménon) | απελπισμένων (apelpisménon) | απελπισμένων (apelpisménon) | |
accusative | απελπισμένο (apelpisméno) | απελπισμένη (apelpisméni) | απελπισμένο (apelpisméno) | απελπισμένους (apelpisménous) | απελπισμένες (apelpisménes) | απελπισμένα (apelpisména) | |
vocative | απελπισμένε (apelpisméne) | απελπισμένη (apelpisméni) | απελπισμένο (apelpisméno) | απελπισμένοι (apelpisménoi) | απελπισμένες (apelpisménes) | απελπισμένα (apelpisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απελπισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απελπισμένος, etc.)