From απενεργοποιώ (apenergopoió) + -ση (-si).
απενεργοποίηση • (apenergopoíisi) f (plural απενεργοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απενεργοποίηση (apenergopoíisi) | απενεργοποιήσεις (apenergopoiíseis) |
genitive | απενεργοποίησης (apenergopoíisis) | απενεργοποιήσεων (apenergopoiíseon) |
accusative | απενεργοποίηση (apenergopoíisi) | απενεργοποιήσεις (apenergopoiíseis) |
vocative | απενεργοποίηση (apenergopoíisi) | απενεργοποιήσεις (apenergopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: απενεργοποιήσεως (apenergopoiíseos)