Hello, you have come here looking for the meaning of the word
απενεργοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
απενεργοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
απενεργοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
απενεργοποιώ you have here. The definition of the word
απενεργοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
απενεργοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From απ- (ap-) + ενεργοποιώ (energopoió).
Pronunciation
- IPA(key): /a.pe.neɾ.ɣo.piˈo/
- Hyphenation: α‧πε‧νερ‧γο‧ποι‧ώ
Verb
απενεργοποιώ • (apenergopoió) (past απενεργοποίησα, passive απενεργοποιούμαι, p‑past απενεργοποιήθηκα, ppp απενεργοποιημένος)
- to deactivate, to shut down, to disable (to put a mechanism, device or system out of operation)
Conjugation
απενεργοποιώ, απενεργοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
απενεργοποιώ
|
απενεργοποιήσω
|
απενεργοποιούμαι
|
απενεργοποιηθώ
|
2 sg
|
απενεργοποιείς
|
απενεργοποιήσεις
|
απενεργοποιείσαι
|
απενεργοποιηθείς
|
3 sg
|
απενεργοποιεί
|
απενεργοποιήσει
|
απενεργοποιείται
|
απενεργοποιηθεί
|
|
1 pl
|
απενεργοποιούμε
|
απενεργοποιήσουμε, [-ομε]
|
απενεργοποιούμαστε, απενεργοποιόμαστε
|
απενεργοποιηθούμε
|
2 pl
|
απενεργοποιείτε
|
απενεργοποιήσετε
|
απενεργοποιείστε, (απενεργοποιόσαστε)
|
απενεργοποιηθείτε
|
3 pl
|
απενεργοποιούν(ε)
|
απενεργοποιήσουν(ε)
|
απενεργοποιούνται
|
απενεργοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
απενεργοποιούσα
|
απενεργοποίησα
|
απενεργοποιούμουν(α), απενεργοποιόμουν(α)
|
απενεργοποιήθηκα
|
2 sg
|
απενεργοποιούσες
|
απενεργοποίησες
|
[απενεργοποιούσουν(α)], απενεργοποιόσουν(α)
|
απενεργοποιήθηκες
|
3 sg
|
απενεργοποιούσε
|
απενεργοποίησε
|
απενεργοποιούνταν, απενεργοποιόταν(ε), {απενεργοποιείτο}
|
απενεργοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
απενεργοποιούσαμε
|
απενεργοποιήσαμε
|
απενεργοποιούμασταν, (‑ούμαστε), απενεργοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
απενεργοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
απενεργοποιούσατε
|
απενεργοποιήσατε
|
[απενεργοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], απενεργοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
απενεργοποιηθήκατε
|
3 pl
|
απενεργοποιούσαν(ε)
|
απενεργοποίησαν, απενεργοποιήσαν(ε)
|
απενεργοποιούνταν, απενεργοποιόνταν(ε), (απενεργοποιόντουσαν), {απενεργοποιούντο}
|
απενεργοποιήθηκαν, απενεργοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα απενεργοποιώ ➤
|
θα απενεργοποιήσω ➤
|
θα απενεργοποιούμαι ➤
|
θα απενεργοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα απενεργοποιείς, …
|
θα απενεργοποιήσεις, …
|
θα απενεργοποιείσαι, …
|
θα απενεργοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … απενεργοποιήσει έχω, έχεις, … απενεργοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … απενεργοποιηθεί είμαι, είσαι, … απενεργοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … απενεργοποιήσει είχα, είχες, … απενεργοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … απενεργοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … απενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … απενεργοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … απενεργοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … απενεργοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
απενεργοποίησε
|
—
|
απενεργοποιήσου
|
2 pl
|
απενεργοποιείτε
|
απενεργοποιήστε
|
απενεργοποιείστε
|
απενεργοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
απενεργοποιώντας ➤
|
απενεργοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας απενεργοποιήσει ➤
|
απενεργοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
απενεργοποιήσει
|
απενεργοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Antonyms
Derived terms