απλησίαστος • (aplisíastos) m (feminine απλησίαστη, neuter απλησίαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απλησίαστος (aplisíastos) | απλησίαστη (aplisíasti) | απλησίαστο (aplisíasto) | απλησίαστοι (aplisíastoi) | απλησίαστες (aplisíastes) | απλησίαστα (aplisíasta) | |
genitive | απλησίαστου (aplisíastou) | απλησίαστης (aplisíastis) | απλησίαστου (aplisíastou) | απλησίαστων (aplisíaston) | απλησίαστων (aplisíaston) | απλησίαστων (aplisíaston) | |
accusative | απλησίαστο (aplisíasto) | απλησίαστη (aplisíasti) | απλησίαστο (aplisíasto) | απλησίαστους (aplisíastous) | απλησίαστες (aplisíastes) | απλησίαστα (aplisíasta) | |
vocative | απλησίαστε (aplisíaste) | απλησίαστη (aplisíasti) | απλησίαστο (aplisíasto) | απλησίαστοι (aplisíastoi) | απλησίαστες (aplisíastes) | απλησίαστα (aplisíasta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλησίαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλησίαστος, etc.)