αποδεκτός • (apodektós) m (feminine αποδεκτή, neuter αποδεκτό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδεκτός • | αποδεκτή • | αποδεκτό • | αποδεκτοί • | αποδεκτές • | αποδεκτά • |
genitive | αποδεκτού • | αποδεκτής • | αποδεκτού • | αποδεκτών • | αποδεκτών • | αποδεκτών • |
accusative | αποδεκτό • | αποδεκτή • | αποδεκτό • | αποδεκτούς • | αποδεκτές • | αποδεκτά • |
vocative | αποδεκτέ • | αποδεκτή • | αποδεκτό • | αποδεκτοί • | αποδεκτές • | αποδεκτά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποδεκτός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποδεκτός, etc.) |