αποκαρδιωτικός • (apokardiotikós) m (feminine αποκαρδιωτική, neuter αποκαρδιωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποκαρδιωτικός (apokardiotikós) | αποκαρδιωτική (apokardiotikí) | αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) | αποκαρδιωτικοί (apokardiotikoí) | αποκαρδιωτικές (apokardiotikés) | αποκαρδιωτικά (apokardiotiká) | |
genitive | αποκαρδιωτικού (apokardiotikoú) | αποκαρδιωτικής (apokardiotikís) | αποκαρδιωτικού (apokardiotikoú) | αποκαρδιωτικών (apokardiotikón) | αποκαρδιωτικών (apokardiotikón) | αποκαρδιωτικών (apokardiotikón) | |
accusative | αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) | αποκαρδιωτική (apokardiotikí) | αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) | αποκαρδιωτικούς (apokardiotikoús) | αποκαρδιωτικές (apokardiotikés) | αποκαρδιωτικά (apokardiotiká) | |
vocative | αποκαρδιωτικέ (apokardiotiké) | αποκαρδιωτική (apokardiotikí) | αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) | αποκαρδιωτικοί (apokardiotikoí) | αποκαρδιωτικές (apokardiotikés) | αποκαρδιωτικά (apokardiotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαρδιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαρδιωτικός, etc.)