Perfect participle of αποκόβομαι (apokóvomai), passive voice of αποκόβω (apokóvo, “to preoccupy, employ”) or of αποκόπτομαι (apokóptomai), αποκόπτω (apokópto). Morphologically, απο- (apo-) + κομμένος (komménos, “cut”).
αποκομμένος • (apokomménos) m (feminine αποκομμένη, neuter αποκομμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκομμένος • | αποκομμένη • | αποκομμένο • | αποκομμένοι • | αποκομμένες • | αποκομμένα • |
genitive | αποκομμένου • | αποκομμένης • | αποκομμένου • | αποκομμένων • | αποκομμένων • | αποκομμένων • |
accusative | αποκομμένο • | αποκομμένη • | αποκομμένο • | αποκομμένους • | αποκομμένες • | αποκομμένα • |
vocative | αποκομμένε • | αποκομμένη • | αποκομμένο • | αποκομμένοι • | αποκομμένες • | αποκομμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκομμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκομμένος, etc.) |