Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αποσαφηνίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αποσαφηνίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αποσαφηνίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αποσαφηνίζω you have here. The definition of the word
αποσαφηνίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αποσαφηνίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Verb
αποσαφηνίζω • (aposafinízo) (past αποσαφήνισα, passive αποσαφηνίζομαι)
- to clarify, disambiguate
Conjugation
αποσαφηνίζω αποσαφηνίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αποσαφηνίζω
|
αποσαφηνίσω
|
αποσαφηνίζομαι
|
αποσαφηνιστώ
|
2 sg
|
αποσαφηνίζεις
|
αποσαφηνίσεις
|
αποσαφηνίζεσαι
|
αποσαφηνιστείς
|
3 sg
|
αποσαφηνίζει
|
αποσαφηνίσει
|
αποσαφηνίζεται
|
αποσαφηνιστεί
|
|
1 pl
|
αποσαφηνίζουμε, [‑ομε]
|
αποσαφηνίσουμε, [‑ομε]
|
αποσαφηνιζόμαστε
|
αποσαφηνιστούμε
|
2 pl
|
αποσαφηνίζετε
|
αποσαφηνίσετε
|
αποσαφηνίζεστε, αποσαφηνιζόσαστε
|
αποσαφηνιστείτε
|
3 pl
|
αποσαφηνίζουν(ε)
|
αποσαφηνίσουν(ε)
|
αποσαφηνίζονται
|
αποσαφηνιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αποσαφήνιζα
|
αποσαφήνισα
|
αποσαφηνιζόμουν(α)
|
αποσαφηνίστηκα
|
2 sg
|
αποσαφήνιζες
|
αποσαφήνισες
|
αποσαφηνιζόσουν(α)
|
αποσαφηνίστηκες
|
3 sg
|
αποσαφήνιζε
|
αποσαφήνισε
|
αποσαφηνιζόταν(ε)
|
αποσαφηνίστηκε
|
|
1 pl
|
αποσαφηνίζαμε
|
αποσαφηνίσαμε
|
αποσαφηνιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αποσαφηνιστήκαμε
|
2 pl
|
αποσαφηνίζατε
|
αποσαφηνίσατε
|
αποσαφηνιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αποσαφηνιστήκατε
|
3 pl
|
αποσαφήνιζαν, αποσαφηνίζαν(ε)
|
αποσαφήνισαν, αποσαφηνίσαν(ε)
|
αποσαφηνίζονταν, (αποσαφηνιζόντουσαν)
|
αποσαφηνίστηκαν, αποσαφηνιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αποσαφηνίζω ➤
|
θα αποσαφηνίσω ➤
|
θα αποσαφηνίζομαι ➤
|
θα αποσαφηνιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αποσαφηνίζεις, …
|
θα αποσαφηνίσεις, …
|
θα αποσαφηνίζεσαι, …
|
θα αποσαφηνιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αποσαφηνίσει έχω, έχεις, … αποσαφηνισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αποσαφηνιστεί είμαι, είσαι, … αποσαφηνισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αποσαφηνίσει είχα, είχες, … αποσαφηνισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αποσαφηνιστεί ήμουν, ήσουν, … αποσαφηνισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αποσαφηνίσει θα έχω, θα έχεις, … αποσαφηνισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αποσαφηνιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποσαφηνισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αποσαφήνιζε
|
αποσαφήνισε
|
—
|
αποσαφηνίσου
|
2 pl
|
αποσαφηνίζετε
|
αποσαφηνίστε
|
αποσαφηνίζεστε
|
αποσαφηνιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αποσαφηνίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αποσαφηνίσει ➤
|
αποσαφηνισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αποσαφηνίσει
|
αποσαφηνιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- αποσαφήνιση f (aposafínisi, “disambiguation, clarification”)
See also
- διευκρινίζω (diefkrinízo, “to clear, to purify, to clarify”)