Hello, you have come here looking for the meaning of the word
διευκρινίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
διευκρινίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
διευκρινίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
διευκρινίζω you have here. The definition of the word
διευκρινίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
διευκρινίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ði.ef.kɾiˈni.zo/
- Hyphenation: δι‧ευ‧κρι‧νί‧ζω
Verb
διευκρινίζω • (diefkrinízo) (past διευκρίνισα, passive διευκρινίζομαι)
- to clarify, purify
Conjugation
διευκρινίζω διευκρινίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διευκρινίζω
|
διευκρινίσω
|
διευκρινίζομαι
|
διευκρινιστώ
|
2 sg
|
διευκρινίζεις
|
διευκρινίσεις
|
διευκρινίζεσαι
|
διευκρινιστείς
|
3 sg
|
διευκρινίζει
|
διευκρινίσει
|
διευκρινίζεται
|
διευκρινιστεί
|
|
1 pl
|
διευκρινίζουμε, [‑ομε]
|
διευκρινίσουμε, [‑ομε]
|
διευκρινιζόμαστε
|
διευκρινιστούμε
|
2 pl
|
διευκρινίζετε
|
διευκρινίσετε
|
διευκρινίζεστε, διευκρινιζόσαστε
|
διευκρινιστείτε
|
3 pl
|
διευκρινίζουν(ε)
|
διευκρινίσουν(ε)
|
διευκρινίζονται
|
διευκρινιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διευκρίνιζα
|
διευκρίνισα
|
διευκρινιζόμουν(α)
|
διευκρινίστηκα
|
2 sg
|
διευκρίνιζες
|
διευκρίνισες
|
διευκρινιζόσουν(α)
|
διευκρινίστηκες
|
3 sg
|
διευκρίνιζε
|
διευκρίνισε
|
διευκρινιζόταν(ε)
|
διευκρινίστηκε
|
|
1 pl
|
διευκρινίζαμε
|
διευκρινίσαμε
|
διευκρινιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
διευκρινιστήκαμε
|
2 pl
|
διευκρινίζατε
|
διευκρινίσατε
|
διευκρινιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
διευκρινιστήκατε
|
3 pl
|
διευκρίνιζαν, διευκρινίζαν(ε)
|
διευκρίνισαν, διευκρινίσαν(ε)
|
διευκρινίζονταν, (διευκρινιζόντουσαν)
|
διευκρινίστηκαν, διευκρινιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διευκρινίζω ➤
|
θα διευκρινίσω ➤
|
θα διευκρινίζομαι ➤
|
θα διευκρινιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διευκρινίζεις, …
|
θα διευκρινίσεις, …
|
θα διευκρινίζεσαι, …
|
θα διευκρινιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διευκρινίσει έχω, έχεις, … διευκρινισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διευκρινιστεί είμαι, είσαι, … διευκρινισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διευκρινίσει είχα, είχες, … διευκρινισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διευκρινιστεί ήμουν, ήσουν, … διευκρινισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διευκρινίσει θα έχω, θα έχεις, … διευκρινισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διευκρινιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διευκρινισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διευκρίνιζε
|
διευκρίνισε
|
—
|
διευκρινίσου
|
2 pl
|
διευκρινίζετε
|
διευκρινίστε
|
διευκρινίζεστε
|
διευκρινιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διευκρινίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διευκρινίσει ➤
|
διευκρινισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διευκρινίσει
|
διευκρινιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- διευκρίνιση f (diefkrínisi, “clarification, purification”)
- and see: κρίνω (kríno, “judge”)
See also
- αποσαφηνίζω (aposafinízo, “to disambiguate, to clarify”)