αποστεωμένος • (aposteoménos) m (feminine αποστεωμένη, neuter αποστεωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποστεωμένος • | αποστεωμένη • | αποστεωμένο • | αποστεωμένοι • | αποστεωμένες • | αποστεωμένα • |
genitive | αποστεωμένου • | αποστεωμένης • | αποστεωμένου • | αποστεωμένων • | αποστεωμένων • | αποστεωμένων • |
accusative | αποστεωμένο • | αποστεωμένη • | αποστεωμένο • | αποστεωμένους • | αποστεωμένες • | αποστεωμένα • |
vocative | αποστεωμένε • | αποστεωμένη • | αποστεωμένο • | αποστεωμένοι • | αποστεωμένες • | αποστεωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποστεωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποστεωμένος, etc.) |