αποφυλακιστήριο • (apofylakistírio) n (plural αποφυλακιστήρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) | αποφυλακιστήρια (apofylakistíria) |
genitive | αποφυλακιστηρίου (apofylakistiríou) αποφυλακιστήριου (apofylakistíriou) |
αποφυλακιστηρίων (apofylakistiríon) |
accusative | αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) | αποφυλακιστήρια (apofylakistíria) |
vocative | αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) | αποφυλακιστήρια (apofylakistíria) |