απροκάλυπτος • (aprokályptos) m (feminine απροκάλυπτη, neuter απροκάλυπτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροκάλυπτος • | απροκάλυπτη • | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτοι • | απροκάλυπτες • | απροκάλυπτα • |
genitive | απροκάλυπτου • | απροκάλυπτης • | απροκάλυπτου • | απροκάλυπτων • | απροκάλυπτων • | απροκάλυπτων • |
accusative | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτη • | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτους • | απροκάλυπτες • | απροκάλυπτα • |
vocative | απροκάλυπτε • | απροκάλυπτη • | απροκάλυπτο • | απροκάλυπτοι • | απροκάλυπτες • | απροκάλυπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροκάλυπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροκάλυπτος, etc.) |